- εξιτήριο
- τοβλ. εξιτήριος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξιτήριο — το δελτίο με το οποίο εφοδιάζεται ασθενής νοσοκομείου, όταν φεύγει από αυτό αποθεραπευμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δελτίο — Έντυπο φύλλο χαρτιού που περιέχει σημαντικές πληροφορίες· συνοπτική έκθεση που προέρχεται από αρχή ή υπηρεσία και προορίζεται για ανακοίνωση· κάρτα με σημειώσεις. δ. αποστολής. Νομότυπο έγγραφο που συμπληρώνεται εις τριπλούν και συνοδεύει το… … Dictionary of Greek
εξιτήριος — α, ο (AM ἐξιτήριος, ον) [έξειμι] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην έξοδο, στην αναχώρηση («ἐξιτήριος λόγος, ἐξιτήριοι εὐχαί» λόγοι αποχαιρετισμού) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το εξιτήριο δελτίο αποθεραπείας ασθενούς που χορηγείται από το νοσοκομείο… … Dictionary of Greek
εισιτήριο — το 1. έντυπο δελτίο που δίνει στον κάτοχό του δικαίωμα να μπει σε δημόσιο κλειστό χώρο (θέατρο, κινηματογράφο, μουσείο, αίθουσα συναυλιών, γήπεδο κτλ.) ή σε συγκοινωνιακό μέσο. 2. έγγραφο που επιτρέπει τη νοσηλεία σε νοσοκομείο (αντίθ. εξιτήριο) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)